- πουλυπόδειος
- πουλῠπόδειος, poet. for πολυπόδιος, Theopomp.Com.6, Philyll.13, Ephipp.12.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πουλυπόδειος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. πολυπόδειος … Dictionary of Greek
πολυπόδειος — και επικ. τ. πουλυπόδειος, ον, Α [πολύπους, οδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χταπόδι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπόδειον το κρέας τού χταποδιού … Dictionary of Greek